- οργεών
- ὀργεών, ποιητ. τ. ὀργ(ε)ιών, -ῶνος, ὁ (Α)1. πολίτης στην Αθήνα ο οποίος εκλεγόταν από κάθε δήμο προκειμένου να τελεί ορισμένες θυσίες2. πιστός που τελούσε τα όργια, δηλ. τα ιερά μυστήρια προς τιμήν διαφόρων θεοτήτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀργεών (< *ὀργηών < *ὀργαFων < ὄργ-ια* + επίθημα -εών (πρβλ. κεγχρ-εών, κλιμακ-εών)].
Dictionary of Greek. 2013.